- προσυπολογίζω
- ΝΑ [ὑπολογίζω]νεοελλ.υπολογίζω επιπροσθέτως, συνυπολογίζωαρχ.αφαιρώ κάτι επί πλέον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσυπολογίσαντες — προσυπολογίζω subtract besides aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυπολογισμός — ο, Ν [προσυπολογίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσυπολογίζω … Dictionary of Greek
προσμετρώ — προσμετρῶ, έω, ΝΑ, και προσμετράω Ν συναριθμώ, προσυπολογίζω, συνυπολογίζω. αρχ. 1. καταβάλλω πρόσθετη οφειλή σε είδος 2. συνάπτω, συνδέω 3. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ προσμετρούμενα (σχετικά με φόρο) πρόσθετο ποσοστό … Dictionary of Greek